- διφαλαγγαρχία
- διφαλαγγαρχία, η (Α)ο βαθμός και ο χρόνος θητείας τού διφαλαγγάρχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφαλαγγαρχία — διφαλαγγαρχίᾱ , διφαλαγγαρχία corps of two fem nom/voc/acc dual διφαλαγγαρχίᾱ , διφαλαγγαρχία corps of two fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφαλαγγαρχίαι — διφαλαγγαρχίᾱͅ , διφαλαγγαρχία corps of two fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek